- ζάγανος
- ζάγανος, ὁ (Μ)γεράκι με χρωματιστές κηλίδες στα φτερά.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. zağanos].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ζαγανός πασάς — (15ος αι.). Οθωμανός στρατηγός, ελληνικής καταγωγής. Ασπάστηκε τον μωαμεθανισμό και υπηρέτησε ως αξιωματικός στον στρατό του Μουράτ B’ και του Μωάμεθ Β’, στον οποίο ασκούσε σημαντική επιρροή. Τον παρότρυνε να στραφεί εναντίον της… … Dictionary of Greek